θεσπιωδός

θεσπιωδός
θεσπιῳδός και ποιητ. τ. θεσπιαοιδός, -ὸν (Α)
1. (για πρόσωπα) αυτός που άδει μαντικά, που προφητεύει
2. φρ. «θεσπιῳδόν φόβον» — φόβο που προκαλείται από δυσοίωνη προφητεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέσπις + -ῳδός (< ῳδή), πρβλ. τραγ-ῳδός, χορ-ῳδός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θεσπιῳδός — singing in prophetic strain masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπιωιδόν — θεσπιῳδός singing in prophetic strain masc/fem acc sg θεσπιῳδός singing in prophetic strain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπιῳδόν — θεσπιῳδός singing in prophetic strain masc/fem acc sg θεσπιῳδός singing in prophetic strain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπιωιδός — θεσπιῳδός singing in prophetic strain masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπιῳδοί — θεσπιῳδός singing in prophetic strain masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπιῳδούς — θεσπιῳδός singing in prophetic strain masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπιῳδῷ — θεσπιῳδός singing in prophetic strain masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσπιωδώ — θεσπιῳδῶ, έω (Α) [θεσπιῳδός] είμαι θεσπιῳδός, χρησμοδοτώ, προφητεύω …   Dictionary of Greek

  • θέσπις — (6ος αι. π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Καταγόταν από τον αττικό δήμο Ικαρία (τον σημερινό Διόνυσο). Συγκεκριμένη και άμεση πληροφορία γι’ αυτόν παρέχει το Πάριο Μάρμαρο, χρονικό που αναφέρει ότι ο Θ. κέρδισε το 535 π.Χ. την πρώτη νίκη στα Μεγάλα… …   Dictionary of Greek

  • θεσπιαοιδός — θεσπιαοιδός, όν (Α) βλ. θεσπιωδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέσπις + αοιδός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”